- ἀποθησαυρίσαι
- ἀποθησαυρίζωstoreaor inf actἀποθησαυρίσαῑ , ἀποθησαυρίζωstoreaor opt act 3rd sgἀποθησαυρίζωstoreaor inf actἀποθησαυρίσαῑ , ἀποθησαυρίζωstoreaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.